GREEK POETRY NOW!
a directory for contemporary greek poetry

| about | news| links | contact |

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΛΟΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
ΟΡΦΕΑΣ ΑΠΕΡΓΗΣ
ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ
ΛΕΝΙΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΚΟΛΑΪΤΗ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΟΝΤΖΑΚΟΣ
ΓΙΑΝΝΑ ΜΠΟΥΚΟΒΑ
ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΦΙΛΤΖΟΓΛΟΥ
ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΝΤΖΗΣ

ΘΕΟΔΩΡΗΣ ΧΙΩΤΗΣ

 

biography | poems | eng |

DIMITRA KOTOULA

 

Επεισόδιο
Ι.

Το φως πέφτει χαμηλότερα τώρα-

Ανάμεσα στο στοιχείο σάρκα και την ελπίδα
στον κενό χώρο που το κενό στιγμιαία αποκάλυψε
ο νους απλώνει τις εικόνες του.

Διαιρώντας διακρίνοντας διαφοροποιώντας
επιχειρεί να δει
με τους ζαχαρωμένους του μυώνες ανοιχτούς
επιμένει να φτιάξει -επιτέλους-
κάτι νέο.

ο σκούρος μεσαιωνικός αέρας της πόλης
μόλις αρχίζει να ροδίζει

μια μικρή αμαρτωλή ηλιαχτίδα
περιφέρεται στον ορίζοντα σαν παλιά δόξα

Φαντάσου
(ό,τι υπάρχει δεν είναι παρά αόρατες λάμψεις της φαντασίας)
τη γεωμετρία της φυλής
σα μια λοξή αχτίνα πρωινού φωτός
να συσπειρώνεται
μέσα απ' τις διαδοχικές καμπές του χρόνου
:σημεία έντασης:
:σημεία χαλάρωσης:
πάνω ακριβώς στην πληγή.

ΙΙ.

Θέλησες να μείνεις ελεύθερος
καθαρός ίσως-

Πάνω στο κάθετο βουνό σκιές
Η ατμόσφαιρα ήσυχη σα πράο γάλα
και το παραπονιάρικο κοπάδι της πόλης
μηρυκάζοντας αργά στη ράχη του τίποτα.

Υπάρχει κάτι
μέσα σ' αυτόν τον (όχι και τόσο καθαρό) αέρα
παλιό όσο το έλεος
και το σκοτάδι των αποχαιρετισμών
η γλύκα στρυφνών στίχων
που σχηματίζεται αργά μέσα στα χέρια μας
στον κενό χώρο που το κενό
συνoστίζει αργά μέσα στα χέρια μας
ανασκάπτοντας το περίγραμμα της Ιστορίας
στρέφοντας σαν παιδί
-ζεστό και μόνο
ξέχειλο από συναίσθημα-
μέσα και έξω από την Ιστορία
κάτι
(μπορείς ακόμη και ν' απλώσεις το δάχτυλό σου πάνω του)
π-ο-λ-ύ-τ-ι-μ-ο
η αιχμή του τέμνοντας το βλάσφημο αέρα
τις σκιές / την πόλη
κι ύστερα -μια στιγμή- πάνω μας
λάμψη
η λάμψη του -μια στιγμή- πάνω μας

αυτό είναι η ελευθερία
πειθάρχησέ το

Στάσου στην από/γοήτευση
(αυτές οι λέξεις είναι ακόμη γεμάτες νόημα που εγώ δαγκώνω)
Λογάριασε
-έξω από κάθε νοσταλγία ή εγκαρτέρηση-
τις πραγματικές σειρήνες
μαζί μ' εκείνες
-τις άλλες- του μυαλού.
Δεν είσαι μόνος.
Ανάμεσα σε σένα και το ποίημα, Αναγνώστη
μια αιχμηρή στιγμή φως καθαρό-

Ο παλλόμενος ερυθρός μυώνας του μυαλού
γυάλισε
κάτι άστραψε:

Η στιγμή που θα κρατήσεις είναι εδώ.
Το πρόσωπο στραμμένο χαμηλά
(γιατί έδωσες την υπόσχεση;)
το βλέμμα πάνω
το βήμα καρφωμένο στην καυτή λάσπη
και μπροστά
(γιατί;)
χωρίς να βουλιάζει-

 

(Από την υπό δημοσίευση συλλογή 'Χλιδή')

 

 

Ο Ποιητής

δεν μπορεί παρά να κοιτάξει προς τα εκεί-

*

τώρα
ο ποιητής σκίζει
σαν ισχνό κουρασμένο δέρμα
τις προϋποθέσεις που στην ποίησή του
υπερθεματίζει.
Κάτι λιγότερο από άγγιγμα
στον τόνο εκείνου του προτελευταίου ντο
(ή μάλλον σε αντίθεση με αυτόν)
τον πείθει πια να μην αναβάλλει.
Η μουσική
-είχε διαβάσει κάποτε-
δεν είναι παρά μια διαδοχή
οπλισμένων και παροπλισμένων ήχων
που ο νους σε απόγνωση
και χωρίς να έχει ακριβώς πεισθεί
επιχειρεί να αναλάβει.

*

δεν μπορεί παρά να κοιτάξει προς τα εκεί-
φρέσκια χλόη συλλαβών σαλεύει κιόλας
στην ατμόσφαιρα φτιάχνοντας νέο δέρμα
ο χυμός του φρούτου χύνεται άτσαλα
ζαλίζοντας ό,τι απελπίζει το μάτι
κι ενώ εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει
αν κάτι μέσα στον καθαρό αέρα του Μαΐου
τον αναζητεί
θέλει να σου διηγηθεί την ιστορία του
για κείνη –λέει- τη συνάντηση
ότι έβρεχε
πόσο κοντά η αναπνοή σου βρέθηκε στο χέρι του
πόσο γλυκά η βροχή
(λάθος)
πόσο γλυκά εκείνη η παράφορη βροχή
οι αιχμηρές φτερούγες της
για πόσο λίγο
όλα (όλα;) όσα με βία συνωστίζονται
χωρίς ειρμό
ραγίζοντας την κρούστα της διήγησης
αιφνιδιάζοντας την έκβαση της ιστορίας

*

τώρα
ο ποιητής σχίζει
σαν ισχνό κουρασμένο δέρμα
τις προϋποθέσεις που στην ποίησή του
υπερθεματίζει
συλλογίζεται το βανδαλισμό που θα επακολουθήσει
το τέλος αυτής του κιόλας της πρότασης
και-
τί θλίψη
να 'ναι το πέρασμα έξω από το τοπίο
το ελάχιστο ανάμεσα στη λέξη και το μύθο της λέξης
που
-χορεύει
η καρδιά του μέσα στα χέρια του
κι αυτός χορεύει-
η μουσική
κάτι απογεύματα σαν κι αυτό εδώ
τώρα
κρατάει νωπό
χωρίς καμία γλώσσα να 'χει ποτέ διασχίσει.

(Από την υπό δημοσίευση συλλογή 'Χλιδή')

 

 

Ερωτικό Ι
(πάνω σε δυο στίχους του C.Calabró)

(νιώθω πυκνή την ανάσα σου πίσω μου μα δε γυρίζω)

Φυσάει.

Το λιωμένο κεχριμπάρι της φθινοπωριάτικης θάλασσας
στεγνώνει κατά το νοτιά
κι ανάμεσα στις λέξεις
(λέξεις που κάποτε απήγγειλες απέναντι στον ορίζοντα)
η ανάμνηση ενός μεγαλείου:
-ψεύτικου-
τις νύχτες στέκεται ακίνητο και σε κοιτά
τα πρωινά σε υποδέχεται ο ίσκιος του-
είπες
πέρασμα: κανένα:
εκείνο το πέρασμα σε μια άλλη εσωτερικότητα
όπου τα πράγματα που υπάρχουν, υπάρχουν
όπου η ψυχή εκτίθεται αβίαστα σε γεγονότα και σε πράγματα
νύφη που παραδίνει δώρο την αλήθεια της στον εραστή της
ορατό: κανένα:
ένας μηχανισμός μονάχα από στιγμές
μια διαδοχή
είναι που ακόμη συγκρατεί
ό,τι απέμεινε
μες στο νωθρό αέρα του πρωινού
μετέωρο αν-
επίδοτο
ανάμεσα στους δυο τους

Ω, να μπορούσε ν' ακουστεί
να σκαρφαλώσει από τη ρίζα του μυαλού
ως εκεί
(νωπή η θέρμη της αγρύπνιας σου ζαλίζει το πρόσωπο)
στο συμπαγές σημείο εκεί-
που η σκέψη για το δέντρο γίνεται και πάλι δέντρο
που το λεπτό χορτάρι ψηλώνει ξαφνικά με μόνη τη δύναμη της κραυγής σου
στο σημείο της απαρχής
(σκοτάδι) (μάταια) (απλώνει) (ο χρόνος)
σκέψου:
όλα συγκεντρωμένα κάτω απ' τον ίσκιο
-το μικρό ανόητο ίσκιο του μυαλού-
χωρίς να πιστεύουν πια σε τίποτε
χωρίς να εναντιώνονται σε τίποτε
χωρίς να στρέφονται σε τίποτε πια για επιβεβαίωση-

*

Ο άνεμος λιαίνει την πέτρα.
Η πεταλούδα υφαίνει αντικατοπτρισμούς.
Το μάτι μια πληγή που αναβλύζει.

Προσπάθησε:
Ο αέρας είναι ακόμη καθαρός:
Προσπάθησε:

εγωίστριες λέξεις γυρίζουν κιόλας μέσα στα χέρια σου
άλλωστε
γράφεις ν' αποδείξεις πως η ψυχή είναι νεκρή
ότι η εποποιΐα του ιερού δε σημαίνει πια καμιά ιδέα
-σχεδόν σαν ποιητής-
γράφεις μην πιστεύοντας στα ονόματα
αποκαθηλώνοντας τα πράγματα από τα ονόματά τους

 

(τα μάτια της ακόμη κρατούν τη θέρμη του κήπου)
(σπαρταράει τσιμπώντας το γαλάζιο το έφηβο στήθος της)

Ανεξήγητος άνεμος έρχεται από πολύ μακριά
φέρνοντας δάκρυα πάνω στα δέντρα
Χρόνος γεμίζει αργά το δωμάτιο-
δεν με πιστεύεις;

Το φεγγάρι μόλις ισορροπεί στο στερέωμα
Η λέξη φλέγεται.
Ακίνητο το μάτι την παρατηρεί.

(Από την υπό δημοσίευση συλλογή 'Χλιδή')

 

 

 

Κεφάλι Σατύρου*

«Έκανα όλο Σατύρους. Ήθελα να σταματήσω το σαρκαστικό τους γέλιο που με τρέλαινε»

Γ. Χαλεπάς, 1878

 

Έχω κάθε δικαίωμα να μείνω μόνος
-ένα ελάχιστο πρόσωπο-
Έχω κάθε δικαίωμα μόνος
να παρατηρώ
τους επιτήδειους όγκους
τα μαυρισμένα σκέρτσα πάνω σ' αυτό το μάρμαρο.
Θέλω να καταλάβω
(προσπαθώ να καταλάβω)
ό,τι βιάζεται να δώσει στο μυαλό την ελευθερία του
ό,τι -σε ακραία εκλέπτυνση-
ζητάει από το μυαλό πίσω την ελευθερία του
ολόκληρη την ιστορία
το σενάριο και το μαχαίρι.

*

Ο καλλιτέχνης το προσπάθησε.
Είμαστε στα 1878.
Η Ακρόπολη υπάρχει.
Η πατρίδα αυτή υπάρχει (υπάρχει;)
«υπό φρουράν» -έστω-
και «βαίνοντας επί τα χείρω»
το πρόσωπο διυλισμένο μέσα στις πτυχές
(μπορεί σχεδόν να μαντεύει τις κινήσεις να περνούν
ακατάπαυστα βιαστικές
τα ολογράμματα πάνω σ' αυτό το μάρμαρο)

Ό,τι υπάρχει θα καταλυθεί

το κάθε ένα πήλινο εκτύπωμα
το κάθε σχήμα
η ψυχή να εκτίθεται βάναυσα
στην ξαφνική αυτή επανάληψη
κατακλύζοντας τον κενό αέρα (κενό;)
τον αέρα γεμάτο κενό νόημα
μη στρέψεις/ μη το πιστέψεις/
μη ξεγελάς με τα φαντάσματα αυτά το μυαλό σου

 

*

Έχω κάθε δικαίωμα να μείνω μόνος
Έχω κάθε δικαίωμα μόνος
να παρατηρώ
αυτό το πρόσωπο
το γέλιο πάνω σ' αυτό το πρόσωπο
διαβρώνοντας τη συνείδηση
προβάλλοντας ελαστικό
ολόκληρο αυτό το γέλιο -Πρώτο Πρόσωπο-
βρέχοντας/ χρόνια/ το μυαλό/ να κάμπεται
στο σημείο της έσχατης αντίστασης
που μόνο ο άνεμος μπορεί να το κάμψει.

Ο κόσμος γίνεται ολοένα και μικρότερος- σχεδόν άδειος.

(ποια είναι η άκτιστη η πρωταρχική ουσία των πραγμάτων)

Το μυαλό παύει ν' αντιστέκεται.

Τα χέρια αναπαύονται χαμηλωμένα.

Έχω κάθε δικαίωμα να μείνω μόνος.
Θέλω να σταματήσω αυτό το γέλιο.
Θέλω ν' ακούσω πίσω απ' αυτό.

* Το χειμώνα του 1877-1878 ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς, άγνωστος ακόμη και παρεξηγημένος, υπέστη σοβαρό νευρικό κλονισμό: καταστρέφει σπουδές και έργα του –κυρίως κεφάλια Σατύρων, από τα οποία σώζεται μόνο ένα που είχε δωρίσει στο μικρό ανεψιό του- και αποπειράται επανειλημμένα να αυτοκτονήσει. Τίθεται «υπό φρουράν» και, καθώς η κατάστασή του επιδεινώνεται, οι δικοί του τον στέλνουν στην Ιταλία για να ανακάμψει. Γρήγορα επιστρέφει στην Ελλάδα με σκοπό να μελετήσει τα γλυπτά της Ακρόπολης αλλά καταλήγει στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας.

 

 

Τοπιογραφίες ΙΙ
Μπλε


Με τον τρόπο του Paul Auster

Όχι
στην έξαψη της φλόγας
ή την παραφορά της ομορφιάς
αλλά-

Ανάμεσα σε θάνατο και θάνατο
τί ήταν αυτό που έφεγγε πικρό
και που πικρό
κρατήθηκε στο μάτι που κοιτάζει
η ακατάσχετη αιμάτωση
από ένα μπλε μοναδικό.

Θέλω να αισθανθείς αυτό το μπλε
χρώμα της άρνησης και της απόλυτης αφοσίωσης
και τίποτα άλλο
πώς έζησε μέσα μου όλη αυτή τη νύχτα
τη σκληρή αγωνία
για τίποτα άλλο έξω από αυτό
και πώς μεγάλωνε σκορπίζοντας μέσα μου
φτιάχνοντας μέσα μου ακέραια τη λέξη.

Θέλω να αισθανθείς αυτό το μπλε
χρώμα της μοναξιάς και της αβεβαιότητας
και τίποτα άλλο
ενώ ο αέρας και η γη φλογίζονται
σε μια αγοραία έξαψη της τύχης
ένας στροβιλισμός μες στην ερεθισμένη ατμόσφαιρα
που δεν την κατοικεί πουθενά.
Και να πρέπει εγώ να σου το πω
να πρέπει να ονοματίσω τη συνάντηση
αφού αυτή τη νύχτα ένα χρώμα
κι εκείνο το κάτι το αιώνιο
που οριστικά έχουμε χάσει μέσα του-

Αδύνατο να το ακούω άλλο.


Η γλώσσα μας απομακρύνει αμετάκλητα από ό,τι είμαστε
και κάθε λέξη είναι ένας άλλος τόπος
κάτι που μετατοπίζεται
εύγλωττο και βλοσυρό σ' αυτό
πιο ακέραια
πιο τυφλά από το μάτι.
Και πουθενά μέσα στα πράγματα γαλήνη δεν υπάρχει.
Και πουθενά μέσα στα χρώματα αυτό το μπλε.
Και τίποτε δε σώζεται ονοματίζοντάς το
ούτε καν αυτές οι λέξεις
που σου τις λέω –απόψε-
παράξενα συγκινημένος
παρασυρμένος από αυτό
και πως μεγάλωνε
μια τρυφερή σπάταλη δύναμη
σκορπίζοντας μέσα μου
και

Τίποτε δε θα σου έδιναν αυτές οι λέξεις
πέρα απ' την καθαρή ενατένιση ενός χρώματος.
Και τίποτε δε θα σου έδιναν αυτές οι λέξεις
πέρα από τον απρόβλεπτο ορίζοντα
που είναι η άρνησή μας να πιστέψουμε
ότι κάποτε μας διέψευσαν-

Και σα να μην ήτανε ποτέ αυτές οι λέξεις.

Και σα να μην ήτανε ποτέ αυτό το μπλε.

(Από τη συλλογή Τρεις Νότες για μια Μουσική, Αθήνα 2004)

 

Snapshot

 

Σ' ακούω-

Ναι, είσαι.

Ένα λεπτό δέρμα απλώνεται πάνω στη γλώσσα μου.
Τη χαϊδεύει.
Ένα λεπτό δέρμα χαϊδεύει τη γλώσσα μου.
Τα χέρια μου ηχούν γεμάτα καρπούς.
Γεμάτα εγκατάλειψη.
Ό,τι πρόκειται να συμβεί στην ιστορία
συμβαίνει τώρα μέσα στα χέρια μου.
Φυσάς τη μέρα μου.
Την ξαφνιάζεις.
Η μυρωδιά σου αναστάτωσε τη μέρα μου.
Στροβιλίζεται.
Πέφτει.
Η μέρα μου στροβιλίζεται και πέφτει μέσα στη μέρα σου.
Η καρδιά μου
ένα ζεστό πειθήνιο στόμα
που το αρωματισμένο χάδι της καρδιάς σου
έχει καταδικάσει να επιζεί
ορθάνοιχτο
τραυλό
χωρίς χείλη.

 

(Από την υπό δημοσίευση συλλογή 'Χλιδή')

 

 

Διαθέσεις Χ

 

Είμαι συγκινημένος απόψε.

Ο οξύς συνειρμός τέχνης απαιτητικής και κάπως άχαρης
για την ώρα διστάζει.
Έλα-
μπορούμε, αν θες,
να περπατήσουμε μαζί αίθουσες μουσείων
ερωτευμένων με τα ίδια τους τ' αγάλματα
να διαγνώσουμε την αιχμηρή αμφιβολία του χεριού
κάτω απ' το ποτισμένο ύφασμα- το μάρμαρο
την άγρια προετοιμασία της επιφάνειας για τη ζωγραφική.
Μπορούμε, αν βέβαια το θελήσεις,
να φτιάξουμε ακόμη και μια μουσική.
Θα 'ναι πολύτιμη κι ανέμελη
θα εξελίσσεται κάπως αργά
αλλά στους ίδιους πάντα αξιόπιστους τετράγωνους χρόνους.
Έλα.
Μη μου το αρνηθείς.
Άλλωστε τι θα κοστίσει.
Φέρε μαζί αυτή τη στιγμή κι αυτή τη σελίδα.
Αυτή τη στιγμή
εδώ
πάνω σ' αυτή τη σελίδα
-μόνη περιουσία μου-
ακύρωσέ τα
αφού, απόψε,
πιστός στην αρετή των δακρύων
σε εποχή κυνικών εκμυστηρεύσεων
μπορώ
επάξιος και λαμπερός
για αυτή, τη μόνη αυτή φορά,
να σε υπερασπιστώ.

(Από τη συλλογή 'Τρεις Νότες Για Μια Μουσική, Αθήνα 2004)


Απόφαση

Είναι το φως που πέφτει μέσα στο φως.
Η θάλασσα η εκθαμβωτική που θα διαρκέσει.
Ο ορίζοντας που χάνεται μες στην απόγνωση του ορίζοντα.

Το ρόδο του δειλινού αποσύρεται θροίζοντας.
Καθαρή σιωπή τραγουδάει στις φλέβες μας.
Κάτι επιμένει στην ατμόσφαιρα
-σαν απόφαση-
ανεπίδοτο και βαθύ.

Κοίταξε.

Κοίταξε μέσα σ' αυτό
το μικρό εύθραυστο προσωπάκι που ανατέλλει.

Αγάπησέ το.

 

(Από την υπό δημοσίευση συλλογή 'Χλιδή')

 

 

Τοπιογραφίες I.

Είναι μια παγωμένη μέρα.

Μια άψυχη φτερούγα πρωινού φωτός
αιωρείται κοινότοπα
αντιστέκεται.
Μυρωδιά πάχνης και τα κόκκινα φύλλα της πλατανιάς αχνίζοντας.
Νεαρά αυλάκια υδαρούς πρώτης ύλης
τα χέρια μου
κατευθείαν δοσμένα σε μένα
διαβρωμένα από επιθυμίες
δοκιμασμένα από λασπώδεις τρυφηλές νοσταλγίες
εντεταλμένα προσανατολίζονται.
Μένοντας πιστός σ' αυτό το φως
μαθαίνω πιο σωστά τον εαυτό μου
θυμάμαι πιο σωστά τον εαυτό μου
έξω από κάθε πρόβλεψη και το πραγματικό.
Ήσυχα που καπνίζει το φθινόπωρο.
Το δάσος της ερεθισμένης μου σκέψης ταράζεται πάλι.
Υπερίπταται.
Ο ήχος ένα κόκκινο που σβήνει μέσα στο στόμα μου.
Κλείσε τα μάτια
Κλείσε καλά τα μάτια στην-

Εγώ εσύ κι αυτό.

Μια χούφτα θλίψη σκορπίζεται πάνω απ' τη θάλασσα.
Η θάλασσα έχει ένα θρίαμβο.
Εμείς δεν έχουμε κανένα.
Ένα ζευγάρι μόνο τα χέρια μας
άσπρα μέσα στα πράσινα
διαβρωμένα από επιθυμίες
δοκιμασμένα από λασπώδεις τρυφηλές νοσταλγίες
δανεισμένα χέρια
ζουν
για μια στιγμή λίγο λαμπρότερα
ακυρωμένα
ο μικρός βίαιος στρατός μιας επιτακτικής ασημαντότητας
ένα ζευγάρι μόνο τα χέρια μας
-χωρίς φτερά-
χέρια που ξετυλίγουν και τυλίγουν υποσχέσεις
αναγκάζοντας τη φθορά σε παραίτηση.

 

ενώ πλαγιάζουμε
σιωπηλοί
στα σκοτεινά
και κοιταζόμαστε

ενώ κρατιόμαστε
σιωπηλοί
σφιχτά

 

και δε ζητάει η καρδιά

γιατί είμαστε φτωχοί

μόνο ανασαίνει ρυθμικά

σε αέναο σφυροκόπημα.

 

(Από τη συλλογή 'Τρεις Νότες Για Μια Μουσική, Αθήνα 2004)